ηδονοκρασία

ηδονοκρασία
ἡδονοκρασία, ἡ (Α)
η κυριαρχία τής ηδονής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί τού αμάρτυρου *ηδονοκρατία (< ηδονή + -κρατία < -κρατης < κράτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”